ἀναβακχεύω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβακχεύω Medium diacritics: ἀναβακχεύω Low diacritics: αναβακχεύω Capitals: ΑΝΑΒΑΚΧΕΥΩ
Transliteration A: anabakcheúō Transliteration B: anabakcheuō Transliteration C: anavakcheyo Beta Code: a)nabakxeu/w

English (LSJ)

A rouse to Bacchic frenzy, madden, E.HF1086, cf. Or. 337.
II intr., break forth in Bacchic frenzy, Id.Ba.864, Plu.Crass. 33, Lib.Or.40.23.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de pers. producir, llevar a la locura, enloquecer ὅ σ' ἀναβακχεύει E.Or.338, ταύτας ἀναβακχεύων ἐπὶ μανίαν ἐρωτικήν Him.10.9.
2 abs. entrar en transportes báquicos ἐν παννυχίοις χοροῖς ... ἀναβακχεύουσα E.Ba.864, καὶ ἀναβακχεύσας ἐπέραινεν ἐκεῖνα τὰ μέλη Plu.Crass.33, cf. Lib.Or.40.23
c. ac. de lugar ἀν' αὖ βακχεύσει Καδμείων πόλιν atravesará entre transportes báquicos la ciudad de los Cadmeos E.HF 1085.

German (Pape)

[Seite 180] 1) τινά, in bacchische Begeisterung versetzen, aufregen, Eur. Or. 337; πόλιν Herc. Fur. 1088; Plut. Ant. 25. – 2) in bacchischen Jubel ausbrechen, aufjauchzen, Eur. Bacch. 864; Plut. Crass. 33.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνεβάκχευσα, pf. inus.
être agité d'un transport bachique.
Étymologie: ἀνά, βαγχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβακχεύω:
1 приводить в вакхический восторг (τινά, πόλιν Eur.; πολλὰ τῶν κρυπτομένων ἔν τινι Plut.);
2 приходить в вакхический восторг, возликовать Eur., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβακχεύω: διεγείρω εἰς βακχικὴν μανίαν, καθιστῶ ἐκμανῆ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1086. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰς βακχικὴν μανίαν περιέρχομαι, εἶμαι ἐν βακχικῷ οἴστρῳ, ἐπικωμάζω μετὰ βακχικῶν ὀλολυγμῶν, Εὐρ. Βάκχ. 864, Πλουτ. Κράσσ. 33.

Greek Monolingual

ἀναβακχεύω (Α)
1. διεγείρω κάποιον ώστε να κυριευθεί από βακχική μανία
2. καταλαμβάνομαι από βακχική μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βακχεύω.

Greek Monotonic

ἀναβακχεύω: μέλ. -σω,
I. διεγείρω σε βακχική μανία, σε Ευρ.· πρβλ. το επόμ.
II. αμτβ., ξεσπώ σε βακχική μανία, στον ίδ.

Middle Liddell

I. to rouse to Bacchic frenzy, Eur.; cf. ἀναβακχιόω.
II. intr. to break into Bacchic frenzy, Eur.