ἀνακλητικός

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακλητικός Medium diacritics: ἀνακλητικός Low diacritics: ανακλητικός Capitals: ΑΝΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaklētikós Transliteration B: anaklētikos Transliteration C: anaklitikos Beta Code: a)naklhtiko/s

English (LSJ)

ἀνακλητική, ἀνακλητικόν,
A fit for exhorting, πρὸς ὁμόνοιαν Plu.Lyc.4.
II fit for recalling; τὸ ἀνακλητικὸν σημαίνειν, τὸ ἀνακλητικὸν σαλπίγξαι = sound a retreat, D.H.8.65, AP 11.136 (Lucill.): metaph., ἐκδίδωσι τὸ ἀνακλητικὸν τῷ Ἄττιδι Jul.Or.5.169c. Adv. ἀνακλητικῶς = in a tone fit for exhorting, in a tone fit for recalling Sch.E.Ph.818.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que llama, que exhorta πρὸς εὐπείθειαν καὶ ὁμόνοιαν Plu.Lyc.4
c. gen. ὀρέξεως Dsc.5.3
que atrae o que arrastra τοῖς ἄλλοις ἐραστὸν εἶναι καὶ ἀνακλητικὸν πρὸς ἑαυτό Dam.in Phlb.236.17.
2 subst. τὸ ἀνακλητικόν = retirada σημαίνειν κελεύσας τὸ ἀνακλητικόν D.H.8.65, cf. D.C.75.12.1, Polyaen.4.1, σάλπιγξον ταχέως ἀνακλητικόν AP 11.136 (Lucil.), cf. Ptol.Lag.11, fig. ἡ σάλπιγξ ... ἐκδίδωσι τὸ ἀ. τῶ Ἄττιδι Iul.Or.8.169c.
II adv. ἀνακλητικῶς = en tono exhortativo Sch.E.Ph.818.

German (Pape)

[Seite 192] ή, όν, zurückrufend, auffordernd, λόγοι ἀν. πρὸς ὁμόνοιαν Plut. Lyc. 4; τὸ ἀνακλητικόν, das Zeichen zum Rückzug, z. B. σημαίνειν Dion. H. 8, 65; Plut.; σαλπίζειν Lucill. 79 (XI, 136).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 propre à rappeler, à ramener : ἀνακλητικὸς πρὸς ὁμόνοιαν PLUT propre à ramener la concorde;
2 propre à rappeler en arrière : τὸ ἀνακλητικόν = signal de retraite.
Étymologie: ἀνακαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακλητικός: служащий призывом, призывающий (λόγοι πρὸς εὐπεύθειαν ἀνακλητικοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλητικός: -ή, -όν, ὁ προτρέπων, ὁ παροτρύνων, ὁ συντελῶν πρός τι, πρὸς ὁμόνοιαν Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ἐπιτήδειοςκατάλληλος πρὸς ἀνάκλησιν· τὸ ἀνακλητικὸν σημαίνειν ἢ σαλπίζειν, σαλπίζειν ὑποχώρησιν, Διον. Ἁλ. 8. 65, Ἀνθ. Π. 11. 136. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 818.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακλητικός, -ή, -όν) ἀνακαλῶ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν
αρχ.
1. ο κατάλληλος για παρακίνηση, προτρεπτικός
2. αυτός που αποκαθιστά (την όρεξη, την υγεία κ.λπ.), τονωτικός, αναζωογονητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνακλητικόν παράγγελμα, σάλπισμα για υποχώρηση.

Greek Monotonic

ἀνακλητικός: -ή, -όν (ἀνακαλέω), αυτός που προτρέπει, παροτρύνει, συντελεί σε κάτι, σε Πλούτ.
II. κατάλληλος για επανάκληση, τὸἀνακλητικὸν σαλπίζειν, ήχος οπισθοχώρησης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀνακαλέω
I. fit for exhorting, Plut.
II. fit for recalling, τὸ ἀνακλητικὸν σαλπίζειν to sound a retreat, Anth.