ἀντεκπέμπω

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεκπέμπω Medium diacritics: ἀντεκπέμπω Low diacritics: αντεκπέμπω Capitals: ΑΝΤΕΚΠΕΜΠΩ
Transliteration A: antekpémpō Transliteration B: antekpempō Transliteration C: antekpempo Beta Code: a)ntekpe/mpw

English (LSJ)

send out in turn, X.HG4.8.25; expel, discharge in turn, of respiration, Gal.5.710.

Spanish (DGE)

1 enviar fuera en contra Θρασύβουλον ... σὺν τετταράκοντα ναυσίν X.HG 4.8.25.
2 expeler a su vez ἀέρα en la respiración, Gal.5.710.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen ausschicken, Xen. Hell. 4, 8, 25 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

mettre de son côté en campagne.
Étymologie: ἀντί, ἐκπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκπέμπω: посылать против (кого-л.) (τινὰ σὺν ναυσίν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπέμπω: πέμπω ἐναντίον τινός, οἱ δὲ Ἀθηναῖοι νομίσαντες τοὺς Λακεδαιμονίους πάλιν δύναμιν κατασκευάζεσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἀντεκπέμπουσι Θρασύβουλον σὺν τεσσαράκοντα ναυσὶν Ξεν Ἑλλ. 4. 8, 25.

Greek Monolingual

ἀντεκπέμπω (Α)
αποστέλλω με τη σειρά μου (στρατιωτική δύναμη εναντίον κάποιου).

Greek Monotonic

ἀντεκπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω ως αντάλλαγμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

to send out in return, Xen.