ἀπαγινέω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
Ion. for ἀπάγω, esp. pay tribute, ἀ. φόρον Hdt.3.89,94.
Spanish (DGE)
pagar φόρον Hdt.3.94, cf. 89, φορτία Hdt.1.1.
German (Pape)
[Seite 273] ion. = ἀπάγω, Her. φορτία 1, 1; bes. vom Abtragen des Tributs, χρυσίον, ἀργύριον, φόρον, 3, 89. 92. 94.
French (Bailly abrégé)
ἀπαγινῶ :
ion. c. ἀπάγω, et spéc. payer tribut.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰγῑνέω:
1 ввозить (φορτία Αἰγύπτια Her.);
2 вносить, платить (φόρον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰγῑνέω: Ἰων. ἀντὶ ἀπάγω, ἐξάγω, ἀπαγινέοντας φορτία Αἰγύπτια Ἡρόδ. 1, 1, κομίζω, ἰδίως φόρον ὡς ὑποτελής, ἀπαγινέειν φόρον Ἡρόδ. 3. 89, 94, πρβλ. ἀπάγω ΙΙΙ, ἀπαγωγή.
Greek Monolingual
ἀπαγινέω (ιων. αντί ἀπάγω) (Α)
1. εξάγω, μεταφέρω
2. φρ. «ἀπαγινέω φόρον» — πληρώνω φόρο υποτέλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αγινέω, εκτετ. επικ. και ιων. τ. του άγω].
Greek Monotonic
ἀπᾰγῑνέω: Ιων. αντί ἀπάγω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., λέγεται κυρίως για την υπαγωγή σε φορολόγηση, κομίζω φόρο ως υποτελής, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[ionic for ἀπάγω only in pres. and impf.]
esp of paying tribute, Hdt.