ἀπανθέω
English (LSJ)
A finish blooming, Thphr. HP 1.13.3, al.; fade, Hp.Genit. 9: mostly metaph., Ar.Ec.1121; ἀνανθεῖ.. καὶ ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ Pl.Smp. 196a; so in Arist.Rh.1410b15, old age is compared to straw, ἄμφω γὰρ ἀπηνθηκότα, cf. Luc.DMort.18.2, al.; of athletes, ἀ. ὑπὸ τῶν πόνων Philostr.Gym.48.
II of wine, lose its sweetness, i.e. ripen, Alex.45.
III break out, of skin-eruptions, Sor.1.121, Orib.inc.24.2.
Spanish (DGE)
I de plantas
1 marchitarse Hp.Genit.9, PSI 624.15 (III a.C.).
2 perder la flor Thphr.HP 1.13.3.
II fig. envejecer ἀνανθεῖ ... καὶ ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ Pl.Smp.196a, cf. Aristaenet.1.19.50, Lib.Or.1.38, οἱ ἀπανθήσαντες Arist.Rh.1406b37, ἄμφω (la vejez y la paja) γὰρ ἀπηνθηκότα Arist.Rh.1410b15, de la mujer, Luc.DMort.18.2, de atletas ἀ. ὑπὸ τῶν πόνων Philostr.Gymn.49
•pasarse del vino, Alex.45.4 (cj.)
•de perfumes perder su aroma Ar.Ec.1121
•de la belleza femenina ajarse Aristaenet.2.1.50
•en gener. despelucharse de las alas de ciertas aves, Plu.2.680e
•ensuciarse de la blancura de la nieve, Plu.2.691f.
III medic. de erupciones brotar Sor.90.8, Orib.Inc.42.2.
German (Pape)
[Seite 278] ab-, verblühen, Theophr.; übertr., σώματι καὶ ψυχῇ Plat. Conv. 196 a; von der Schönheit, ὥρα Luc. Alex. 6; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἀπανθῶ :
f. ἀπανθήσω, ao. ἀπήνθησα, pf. ἀπήνθηκα;
perdre sa fleur, se défleurir.
Étymologie: ἀπό, ἀνθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθέω: преимущ. перен. отцветать, увядать Arph., Plat., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθέω: μέλλ. -ήσω, παύομαι ἀνθῶν, μαραίνομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 234. 44: - κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1121· ἀναθεῑ... καὶ ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ, ἀκόμη καὶ μετὰ μαραμένου σώματος καὶ ψυχῆς, Πλάτ. Συμπ. 196Α· οὕτως, ἐν Ἀριστ. Ῥητ. 3. 10, 2, ἡ γεροντικὴ ἡλικία παραβάλλεται πρὸς ἄχυρον, ἄμφω γὰρ ἀπηνθηκότα, συχν. ὡσαύτως παρὰ Λουκ. ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, χάνω τὴν γλυκύτητά μου, «ἀρχίζω νὰ γίνωμαι», ἀπανθήσαντα δὲ [τὸν οἶνον] σκληρὸν γενέσθαι Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6.
Greek Monotonic
ἀπανθέω: μέλ. -ήσω, παύω να ανθοφορώ, μαραίνομαι, ξεραίνομαι, σε Πλάτ., Λουκ.