ἀπερημόομαι
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
to be left destitute of, τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Pl. Plt.274b; to be isolated, ἀπὸ τῶν ὄντων Id.Sph.237d; ἀπηρημωμένος in isolation, ἕν ψιλὸν ἀ. Plot.6.6.11.
Spanish (DGE)
1 ser abandonado por, ser dejado de τῆς τοῦ ... δαίμονος ... ἐπιμελείας Pl.Plt.274b.
2 ser, quedar aislado ἀπὸ τῶν ὄντων Pl.Sph.237d, cf. Plot.6.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερημόομαι: παθ., μένω ἔρημός τινος, τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Πλάτ. Πολιτ. 274Β· ἀπὸ τῶν ὄντων ὁ αὐτ. Σοφ. 237D.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερημόομαι: быть оставляемым, покидаемым (ἀπηρημωμένος τινός Plat.): ἀ. ἀπό τινος Plat. быть отрешенным от чего-л.