ἀπεχθαίρω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A hate utterly, detest, τινά Il.3.415, Opp.H.5.420, Jul.Or. 2.86b, Vett. Val.349.14:—Med., aor. I ἀπηχθήραντο Q.S.13.255.
II make utterly hateful, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀ. καὶ ἐδωδήν Od.4.105.
Spanish (DGE)
1 odiar, detestar c. ac. σέ Il.3.415, ὀλοὸν μόρον Opp.H.5.420, στάσιν ἐμφύλιον Iul.Or.3.86b
•abs., Vett.Val.349.14.
2 hacer odioso ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδήν Od.4.105, tb. en v. med. οἱ ἀπηχθήραντο γενέθλην Q.S.13.255.
German (Pape)
[Seite 289] 1) heftig hassen, Il. 3, 415; Themist. – 2) Einem etwas verhaßt machen, verleiden, τινί τι Od. 4, 105.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπήχθηρα;
1 détester, haïr;
2 rendre odieux : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, ἐχθαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεχθαίρω:
1 глубоко ненавидеть (τινά Hom.);
2 внушать крайнее отвращение (к чему-л.), делать ненавистным (τινί τι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεχθαίρω: μέλλ. -ᾰρῶ: ἀόρ. ἀπήχθηρα: - μισῶ καθ’ ὑπερβολήν, ἀποστρέφομαι, σικχαίνομαι, τινὰ Ἰλ. Γ. 415, Ὀππ. Ἁλ. 5. 420: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 13. 255. ΙΙ. μισητὸν ποιῶ, ὃς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδήν, «εἰς μίσος ἄγει» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 105.
English (Autenrieth)
aor. 1 subj. ἀπεχθήρω: hate utterly; τινά, Il. 3.415; causative, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν | μνωομένῳ, makes hateful to me—when I think of his loss, Od. 4.105.
Greek Monolingual
ἀπεχθαίρω (Α) εχθαίρω
1. μισώ, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι κάποιον
2. κάνω κάποιον μισητό, απεχθή.
Greek Monotonic
ἀπεχθαίρω: μέλ. -ᾰρῶ, αόρ. αʹ ἀπήχθηρα·
I. μισώ ολοκληρωτικά, αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καθιστώ εντελώς μισητό, τι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
I. to hate utterly, detest, τινά Il.
II. to make utterly hateful, τι Od.