ἀποδοτικός
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ἀποδοτική, ἀποδοτικόν,
A productive of, τινός Sor.1.28, S.E.M.11.253; assigning, lamb.in Nic. p.18P.
2 concerning ἀπόδοσις 11.1, S.E.P.1.67.
3 of or for ἀπόδοσις III, EM763.8. Adv. ἀποδοτικῶς Eust.920.55.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que produce, productor de τῶν παρὰ φύσιν Sor.18.29, ἔργων τινῶν S.E.M.11.253.
2 que asigna κριταὶ δίκαιοι καὶ τοῦ ἴσου καὶ ἐπιβάλλοντος ἀποδοτικοί Iambl.in Nic.p.18, τῆς γέ τοι δικαιοσύνης οὔσης τοῦ κατ' ἀξίαν ἀποδοτικῆς ἑκάστῳ S.E.P.1.67.
II relativo a la apódosis, que sirve de apódosis ἐπίρρημα EM 763.8G.
III adv. -κῶς a modo de apódosis Eust.920.55.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοτικός: дающий, производящий, делающий, совершающий (ἔργων τινῶν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοτικός: -ή, -όν, ὁ ἀποδίδων, ὁ ἀπονέμων, ἀπονεμητικός, τῆς δικαιοσύνης οὔσης τοῦ κατ’ ἀξίαν ἀποδοτικῆς ἑκάστῳ Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. 1, 67. 2) ὁ κατάλληλος πρὸς ἀπόδοσιν (3), Ἐτυμ. Μ. 763. 8: - Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 920. 55.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποδοτικός, -ή, -όν)
αυτός που αποδίδει, που αποφέρει κέρδος ή ωφέλεια («αποδοτική μελέτη, αποδοτική καλλιέργεια»)
αρχ.
1. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην απόδοση
2. όποιος απονέμει κάτι σε κάποιον.