ἀπόρευτος

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρευτος Medium diacritics: ἀπόρευτος Low diacritics: απόρευτος Capitals: ΑΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apóreutos Transliteration B: aporeutos Transliteration C: aporeftos Beta Code: a)po/reutos

English (LSJ)

ἀπόρευτον,
A that cannot or may not be travelled, ὁδός Plu.Cam. 26, Mar.39.
2 not to be traversed, πέλαγος Ph.2.112,al.
3 pathless, Λιβύη Agatharch.7.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀπορευτός Agatharch.7
1 infranqueable (ὁδός) οὔτ' ἀ. οὔτ' ἄβατος Plu.Cam.26, cf. Mar.39
que no se puede atravesar πέλαγος Ph.2.112.
2 carente de caminos Λιβύη Agatharch.l.c.

German (Pape)

[Seite 321] unwegsam, ὁδός Plut. Camill. 26; Mar. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infranchissable, impraticable.
Étymologie: , πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρευτος: непроходимый (ὁδός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρευτος: -ον, μὴ πορευτός, ὁδὸς Πλουτ. Κάμιλλ. 26, ἄνοδος, ἄβατος, ἄπορος, γῆ ἀπόρευτος Φίλων τ. 2. σ. 455, 45· πέλαγος ὁ αὐτ. τ. 2. σ. 112.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπόρευτος, -ον)
δύσβατος
νεοελλ.
(για άνθρωπο) πολύ φτωχός
αρχ.
άβατος.

Greek Monotonic

ἀπόρευτος: -ον, δύσβατος, άβατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

not to be travelled, Plut.