ἀφιλοσόφητος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ἀφιλοσόφητον,
A not versed in philosophy, ὄχλος D.H.2.20, Phld.Herc.1005.11.
II without philosophical significance, Arg. Sch.Od.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 ajeno a la filosofía, no versado en ella ὄχλος D.H.2.20, κἂν τοῖς ὅλως ἀφιλοσοφήτοις Phld.Cont.15.15, cf. Sch.Il.12.27.
2 que no tiene significado filosófico de la Odisea οὐδὲ γὰρ αὕτη τελείως ἀ. Sch.Od.1 argumen.
German (Pape)
[Seite 412] in der Philosophie od. den Wissenschaften übh. nicht unterrichtet, ὄχλος Dion. Hal. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλοσόφητος: -ον, μὴ ἠσκημένος εἰς τὴν φιλοσοφίαν, Διον. Ἁλ. 2. 20. ΙΙ. ἄτεχνος, Ὑπόθ. Σχολίων εἰς Ὀδ. Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφιλοσόφητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων
2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη
μσν.
ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή σημασία.