ἀχάλκεος
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
ἀχάλκεον, without a copper coin (χαλκοῦς), penniless, ἀχάλκεος οὐδός (with a pun on χάλκεος οὐδός) AP11.403 (Lucill.).
Spanish (DGE)
-ον
sin moneda de cobre, sin blanca ἀ. οὐδός AP 11.403 (Lucill.), c. juego de palabras sobre χάλκεος οὐδός Od.7.83.
German (Pape)
[Seite 417] οὐδὸς πενίης Luc. ep. 27 (XI, 403), nicht von Erz (od. keinen χαλκοῦς habend).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas le sou.
Étymologie: ἀ, χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
ἀχάλκεος: досл. не медный, шутл. безденежный (οὐδὸς πενίης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάλκεος: -ον, ὁ ἄνευ χαλκοῦ, «ἀπένταρος» τοὔνεκα νῦν φεύγεις πενίης τὸν ἀχάλκεον οὐδὸν (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ χάλκεος οὐδός) Ἀνθ. Π. 11. 403.
Greek Monolingual
ἀχάλκεος, -ον (Α) χάλκεος
ο χωρίς χάλκινα νομίσματα, αδέκαρος, άφραγκος.
Greek Monotonic
ἀχάλκεος: -ον (χαλκούς), απένταρος, σε Ανθ.