ἄβαλε
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
[ᾱβ], properly ἆ βάλε, expressing a wish, O that..! c. indic., Call.Fr.455; c. inf., AP7.699, IPE12.519 (Chersonesus); cf. βάλε.
German (Pape)
[Seite 2] (ἆ βάλε VL L. εἴθε), o daß doch! Sp. D. mit dem ind aor. Callim. frg. 455; Agath. 78 (VII, 583); Aemili. 3 (IX, 218); mit dem inf. vor. Ep. ad. 336 (VII, 699); BA. 321 fleht ἀβάλε, εἴθε.
French (Bailly abrégé)
plaise aux dieux que, avec ao. ind. ou inf..
Étymologie: ἆ, βάλε imp. de βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβᾰλε: [ᾱβ-], κυρίως ἆ βάλε, ἐπιφών. ἐκφράζον ἐπιθυμίαν, εἴθε, Λατ. utinam, Καλλιμ. Ἀποσπ. 455. Διονυσ. Θρ. 642, 2. Ἀπολλ. Σοφ. 2, 15. Ἀνθολ. Π, 251. IV, 202 ἄβαλε μήτε σε κεῖνος ἰδεῖν (ὡς τὸ ὤφελον). Ἀπολλ. Δυσκ. περὶ Συν. 522, 15. Ἀγαθ. Ἐπιγραμμ. 50, 1 ἄβαλε μηδ’ ἐγένοντο γάμοι! (πρβλ. Ἀλκμ. 21 (12) βάλε δὴ βάλε κηρύλος εἴην).
Greek Monotonic
ἄβᾰλε: [ᾱβ], κυρίως ἆ βάλε, επιφών. που εκφράζει επιθυμία, ευχή = μακάρι...! Λατ. utinam, με απαρ., σε Ανθ.
Middle Liddell
properly ἆ βάλε, expressing a wish, O that! Lat. utinam, c. inf., Anth.