ἐκτράπεζος

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτράπεζος Medium diacritics: ἐκτράπεζος Low diacritics: εκτράπεζος Capitals: ΕΚΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: ektrápezos Transliteration B: ektrapezos Transliteration C: ektrapezos Beta Code: e)ktra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, banished from the table, Luc.Gall.4.

Spanish (DGE)

-ον
sacado de la mesa ἥδιστον ... ὄψον ἐκτράπεζον ἀποφαίνων Luc.Gall.4.

German (Pape)

[Seite 782] vom Tisch ausgeschlossen, was nicht auf den Tisch kommen darf, wie die Bohnen bei den Pythagoräern, Luc. Gall. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
banni de la table (plat, mets).
Étymologie: ἐκ, τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτράπεζος: изгнанный со стола, т. е. не употребляемый в пищу (ὄψον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτράπεζος: -ον, ὁ ἀποβεβλημένος ἐκ τῆς τραπέζης, ἥδιστον ἐμοὶ γοῦν ὄψον ἐκτράπεζον ἀποφαίνων Λουκ. Ἀλεκτρ. 4.

Greek Monolingual

ἐκτράπεζος, -ον (Α)
αποδιωγμένος ή αποκλεισμένος από το τραπέζι.

Greek Monotonic

ἐκτράπεζος: -ον (τράπεζα), αυτός που έχει εξαιρεθεί, αποκλειστεί από το τραπέζι, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐκ-τράπεζος, ον τράπεζα
banished from the table, Luc.