ἐμπαράσκευος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἐμπαράσκευον, prepared, Sm.Ps.26(27).3; ἐμπαράσκευον, τό, a kind of wind-screen for engines, Ath.Mech.33.1. Adv. ἐμπαρασκεύως Suid. s.v. ἑτοίμως.
Spanish (DGE)
-ον
1 preparado πόλεμος Sm.Ps.26.3, cf. Hippol.Haer.4.28.11.
2 subst. τὸ ἐ. cierto tipo de mampara o parapeto contra el viento, Ath.Mech.33.1.
3 adv. -ως sin demora, diligentemente Sud.s.u. ἑτοίμως.
German (Pape)
[Seite 810] vorbereitet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαράσκευος: -ον, (παρασκευὴ) παρεσκευασμένος, εὐπρεπής, Βασίλ. Ὁμ. 6, τ. 1. σ. 150B. - Ἐπίρρ. -ως, Σουΐδ. ἐν λ. ἑτοίμως.
Greek Monolingual
ἐμπαράσκευος, -ον (Α)
1. καλά προετοιμασμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαράσκευον
είδος αλεξηνέμου για μηχανές.