ἐνοικουρέω
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
keep house, of a garrison, ἐν.. D.H.6.3: metaph., ἡ μνήμη ἐνοικουροῦσα Luc.Philops.39.
Spanish (DGE)
vigilar la casa, milit. montar guardia en una plaza fuerte χωρίον ἐχυρὸν ... ἐν ᾧ φρουρά τις ἦν ... ἐνοικουροῦσα D.H.6.3, fig. ἡ μνήμη Luc.Philops.39.
German (Pape)
[Seite 849] im Hause, darin bleiben; φρουρὰ ἐν τῷ χωρίῳ D. Hal. 6, 3; übertr., ἡ μνήμη αὐτῶν ἐνοικουροῦσα Luc. Philops. 39.
French (Bailly abrégé)
ἐνοικουρῶ :
rester à la maison ; rester dans.
Étymologie: ἐν, οἰκουρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοικουρέω: досл. оставаться дома, перен. сохраняться (ἡ μνήμη ἐνοικουροῦσά τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικουρέω: διαμένω ἐντός τινος τόπου, ἐν ᾧ (χωρίῳ) φρουρά τις ἦν Ρωμαίων ἐνοικουροῦσα Διον. Ἁλ. 6. 3˙ μεταφ., ἡ μνήμη ἐνοικουροῦσα Λουκ. Φιλοψευδ. 39.
Greek Monotonic
ἐνοικουρέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ κατοικία, φροντίζω το σπίτι, κατοικώ, διαμένω σε ένα μέρος, σε Λουκ.