ἐξοίχομαι
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
to have gone out, to be quite gone, Il.6.379,384, S.OC867; ἐ. θύραζε Pl.Com.69.11: metaph., ἐκ τῆς γνώμης ἐ. Antipho Soph.49; τὸ βέβαιον αὐτῶν ἐξοίχεται Pl.R. 503c.
German (Pape)
[Seite 885] (s. οἴχομαι), heraus-, weg-, davongehen; ἐς Ἀθηναίης, nach Athenes Tempel, Il. 6, 379; ἐξοίχει Soph. O. C. 871; Sp.; ἐξῴχηκα Paul. Sil. amb. 21.
French (Bailly abrégé)
s'éloigner, sortir.
Étymologie: ἐξ, οἴχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοίχομαι: (со знач. pf.)
1 выйти, пойти Soph.: ἐ. ἐς Ἀθηναίης Hom. пойти в храм Афины;
2 уйти, исчезнуть (ἡ θερμότης ἐξοίχεται Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοίχομαι: ἔχω ἀπέλθει, ἔχω μεταβῇ, ἢ ἐς Ἀθηναίης ἐξοίχεται..., «ἢ εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς ἐπορεύθη..;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 379, 384, Σοφ. Ο. Κ. 867· ἐξ. θύραζε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 11· μεταφ., ἐκ τῆς γνώμης ἐξ. Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 31.
English (Autenrieth)
only 3 sing. ἐξοίχεται, is gone away, Il. 6.379, 384.
Greek Monolingual
ἐξοίχομαι (AM) οίχομαι
1. έχω φύγει, βγήκα έξω
2. περνώ
3. απομακρύνομαι.
Greek Monotonic
ἐξοίχομαι: έχω αποχωρήσει, είμαι αρκετά απομακρυσμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.