ἐξορχέομαι
English (LSJ)
A dance away, hop off, αὐταῖς πέδαις D.22.68.
II c. acc. cogn., ἐ. ῥυθμόν dance out a figure, go through it, Philostr.Im. 2.12; ἀσελγήματα Suid. s.v. Ἀστυάνασσα.
III c. acc. rei, dance out, i.e. let out, betray, ἐ. τὰ ἀπόρρητα, prob. of some dance which burlesqued those ceremonies, Luc.Salt.15; τὰ μυστήρια Id.Pisc.33, Alciphr.3.72, Ach.Tat.4.8, Anon.Oxy.411.25; ἐξαγγέλλεις αὐτὰ καὶ ἐ. παρὰ καιρόν Arr.Epict.3.21.16.
2 ἐ. τινά disgrace him by one's conduct, Plu.Art.22; πολιτείαν Id.2.1127b; and ἐ. τὴν ἀλήθειαν scorn it, ib.867b; ἐ. τοὺς Σαλαμινίους 'dance out of their graves', Philostr.VA4.21.
3 πόλεμον dance away, i.e. lose, Ael. NA16.23.
4 celebrate with dances, ἱερωσύνην Hdn.5.5.3.
German (Pape)
[Seite 888] austanzen; – a) zu Ende, durchtanzen, ῥυθμόν Philostr. imag. 2, 12; übertr. auch πόλεμον, den Krieg durch Tanzen beendigen (s. unten), Ael. H. A. 16, 23. – b) hinaustanzen, tanzend weggehen, ᾤχετο αὐτόθεν αὐταῖς πέδαις ἐξορχησάμενος Διονυσίων τῇ πομπῇ Dem. 22, 68; übertr., τὴν ἀλήθειαν, über die Wahrheit hinweghüpfen, sich leichtsinnig darüber hinwegsetzen, Plut. de Her. malign. 33. – c) durch den Tanz Etwas darstellen und dadurch zur Kenntniß Anderer bringen; τὰ ἀπόῤῥητα, τὰ ἀνέκπυστα, die Mysterien ausschwatzen, entweihen, Luc. salt. 15 τοὺς ἐξαγορεύοντας τὰ μυστήρια ἐξορχεῖσθαι λέγουσιν οἱ πολλοί, mit Anspielung auf die bei der Einweihung üblichen Tänze, vgl. Piscat. 33 Amor. 24 u. Alciphr. 3, 72; dah. τινά, Jemand lächerlich machen, verhöhnen, insultare, Plut. Artax. 22; τὴν ἱερωσύνην περιεργότερον ἐξ., den heiligen Dienst durch übertriebenen Pomp zum Gelächter machen, Hdn. 5, 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ἐξορχοῦμαι;
1 danser jusqu'à la fin ; πόλεμον ÉL mener une guerre jusqu'à la fin litt. jusqu'à la dernière danse);
2 sauter hors de, s'évader ; fig. τὴν ἀλήθειαν PLUT sauter par-dessus la vérité, l'altérer;
3 divulguer par une pantomime dansée : ἀπόρρητα LUC des secrets ; μυστήρια LUC des mystères ; p. ext. parodier, bafouer.
Étymologie: ἐξ, ὀρχέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορχέομαι:
1 уходить вприпрыжку (πέδαις ἐξορχησάμενος Dem.);
2 выражать пляской, раскрывать (ἀπόρρητα, μυστήρια Luc.);
3 досл. перепрыгивать, перен. попирать, искажать (τὴν ἀλήθειαν Plut.);
4 издеваться, передразнивать, подвергать насмешкам (τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορχέομαι: μέλλ. -ήσομαι: Ἀποθ., ἀπέρχομαι ἔκ τινος μέρους ὀρχούμενος, αὐτόθεν αὐταῖς πέδαις ἐξορχησάμενος Δημ. 614. 22. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁ δὲ Πὰν ἐξορχεῖται μὲν ῥυθμόν τινα, ὀρχεῖται εἶδος ὀρχήσεώς τινος, Φιλόστρ. 829· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου saltare Cyclopa Sat. 1. 5, 63, ἔνθα ἴδε Heind· τὸν πόλεμον ἐξωρχήσαντο, ἀπώλεσαν αὐτὸν διὰ τῆς ὀρχήσεως (τῶν ἵππων), Αἰλ. π. Ζ. 16. 23. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ. ὀρχούμενος ἄγω τι ἔξω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω (κωμικῶς ἀντὶ ἐξαγορεύω), ἐξορχ. τὰ ἀπόρρητα, πιθανῶς ἐπὶ εἴδους τινὸς χοροῦ ἀπομιμουμένου ἐμπαικτικῶς τὰς τελετὰς ἐκείνας, Λουκ. π. Ὀρχ. 15· οὕτω καί, ἐξ, τὰ μυστήρια ὁ αὐτὸς Ἀλ. 33, πρβλ. Ἡρῳδιαν, 5. 5, 4, Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. 710. 2) μεταφ., χαίρειν ἐῶ, ἐξορχησάμενος ἐν Πέρσαις τὸν Λεωνίδαν καὶ τὸν Καλλικρατίδαν, «χαίρειν ἐάσας... τουτέστι καταφρονήσας τῆς διανοίας τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων καὶ ἀποβαλὼν τὰ φρονήματα» (Κοραῆς), Πλουτ. Ἀρτοξ. 22 (ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀππ. ἔχει, ἐξ. τινι = Λατ. insultare), χλευάζω, ἐξορχούμενος πολιτείαν Πλούτ. 2. 1127B· ἐξ. τὴν ἀλήθειαν αὐτόθι 867B: πρβλ. ἀπορχέομαι, συνεξορχέομαι.
Greek Monotonic
ἐξορχέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
I. απομακρύνομαι ορχούμενος, απέρχομαι χορεύοντας, σε Δημ.
II. με αιτ. πράγμ., αποκαλύπτω, φανερώνω, προδίδω μυστικά, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep.
I. to dance away, hop off, Dem.
II. c. acc. rei, to dance out, i. e. to let out, betray secrets, Luc.