ἐπίπαγχυ

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπαγχῠ Medium diacritics: ἐπίπαγχυ Low diacritics: επίπαγχυ Capitals: ΕΠΙΠΑΓΧΥ
Transliteration A: epípanchy Transliteration B: epipanchy Transliteration C: epipagchy Beta Code: e)pi/pagxu

English (LSJ)

Adv., strengthened for πάγχυ, Theoc.17.104, Maiist.13.

German (Pape)

[Seite 967] verstärktes πάγχυ, Theocr. 17, 104. Vgl. Lob. zu Phryn. 84.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait.
Étymologie: ἐπί, πάγχυ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπαγχῠ: adv. совершенно, вполне (Theocr. - v.l. ἔτι πάγχυ).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπαγχῠ: Ἐπίρρ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ πάγχυ, Θεόκρ. 17. 104. ― Ἐν Ἰλ. Κ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 292, ἡ ἐπὶ δὲν ἀνήκει εἰς τὸ πάγχυ, ἀλλὰ χωρίζεται διὰ τμήσεως ἀπὸ τοῦ ῥήματος.

Greek Monolingual

ἐπίπαγχυ (Α)
επίρρ. επιτατ. του πάγχυ
πάνυ, πολύ.

Greek Monotonic

ἐπίπαγχῠ: επίρρ., καθ' ολοκληρίαν, εντελώς, ολοσχερώς, ολότελα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

altogether, Theocr.