ἐπαρτάω
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
A hang on or over, φόβους τοῖς ἀκροωμένοις Aeschin.1.175, cf. Porph.Abst.1.2; τισὶν ὀχλήσεις Polystr.p.30 W.; τιμωρίαν τινί Ael.VH7.15:—Med., lit., hang upon, τινί τι Orph.A.1337:—Pass., hang over, impend, τοσοῦτος ἐπήρτηται φόβος D.23.140; ἀπαλλαγὴν τῶν ἐπηρτημένων φόβων Id.18.324; ἀγών τινι -ημένος Hdn.2.3.7; κίνδυνος IGRom.4.151 (Cyzicus), BGU 1027.23 (iv A.D.).
II τὸ ἐπηρτημένον [τοῦ ζυγοῦ] the elevated part of the beam, Arist.Mech. 850a23.
German (Pape)
[Seite 905] daran-, daraufhängen; ἐπαρτᾶν φόβον τινί, Einem Furcht machen, Aesch. 1, 175; τιμωρίαν ἀφισταμένοις Ael.; vgl. Jac. zu H. A. 1, 19. – Pass., τοσοῦτος ἐπήρτηται φόβος, schwebt vor, ist eingeflößt, Dem. 23, 140, wie 18 extr.; ἐπηρτημένος κίνδυνος Hdn. 2, 3, 16, drohende Gefahr.
French (Bailly abrégé)
ἐπαρτῶ :
ao. ἐπήρτησα, pf. Pass. part. ἐπηρτημένος;
attacher à, suspendre à ; fig. ἐπ. φόβον τινί ESCHN, τιμωρίαν τινί ÉL suspendre la crainte, le châtiment sur la tête de qqn ; Pass. avec un suj. de chose être suspendu à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ἀρτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρτάω: привешивать, подвешивать (τὸ ἐπηρτημένον, sc. μόριον τοῦ ζυγοῦ Arst.): ἐ. φόβον τινί Aeschin. внушить страх кому-л.; ἀπαλλαγὴν τῶν ἐπηρτημένων φόβων δοῦναί τινι Dem. освободить кого-л. от гнетущего страха.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτάω: ἀρτῶ τι ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω αὐτοῦ ὡς φόβητρον, ἐπικρεμάννυμι, φόβους ἐπήρτησα τοῖς ἀκροωμένοις Αἰσχίν. 25. 5· «μὴ ὑποδέξασθαι τὰς ψυχὰς αὐτῶν σὺν εὐμενείᾳ, ἀλλ’ ἐπαρτῆσαι τὰς δι’ αἰῶνος τιμωρίας αὐτοῖς» Αἰλιανὸς παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐπαρτήσας: - Μέσ. κατὰ λέξιν, κρεμῶ τι ἐπί τινος, αὐτὰρ ἐπὶ δοράτεσσιν ἐπαρτήσαντο βοείας Ὀρφ. Ἀργ. 1345. - Παθ., ἐπικρέμαμαι, ἐπίκειμαι, Λατ. imminere, τοσοῦτος ἐπήρτηται φόβος Δημ. 666. 14· ἀπαλλαγὴν ἐπηρτημένων φόβων 332 ἐν τέλει· πρβλ. Φύλαρχ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3692. ΙΙ. τὸ ἐπηρτημένον τοῦ ζυγοῦ, τὸ προσηρτημένον ἢ κρεμάμενον μέρος, Ἀριστ. Μηχαν. 2, 4.
Greek Monotonic
ἐπαρτάω: κρεμώ πάνω σε κάτι, ἐπ. φόβον τινί, σε Αισχίν. — Παθ., επικρέμαμαι, επίκειμαι, Λατ. imminere, σε Δημ.
Middle Liddell
to hang on or over, ἐπ. φόβον τινί Aeschin.: —Pass. to hang over, impend, Lat. imminere, Dem.