ἐπητύς
From LSJ
English (LSJ)
ύος, ἡ, courtesy, kindness, Od.21.306. (This and ἐπητής perhaps from ἕπω; for the form cf. ἐδ-η-τύς.)
German (Pape)
[Seite 921] ύος, ἡ, Leutseligkeit, Wohlwollen; Homer einmal, Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις, var. lect. ἐπητέως (? ἐπητέος?), s. s. v. ἐπητής.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
affabilité, courtoisie.
Étymologie: ἔπος.
English (Autenrieth)
ύος (ἐπητής): humanity, kindliness, Od. 21.306† (v.l. ἐπητέος).
Greek Monolingual
ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) επητής
φιλοφροσύνη, ευμένεια.
Greek Monotonic
ἐπητύς: [ῠ], -ύος, ἡ (ἐπητής), ευγένεια, αβρότητα, καλοσύνη, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπητύς: ύος (ῠ) ἡ общительность, благожелательность, приветливость Hom.