ἐπιπροχέω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
pour forth, θρῆνον h.Pan.18:—Pass., gush forth, burst loose, Nonn. D. 21.69.
German (Pape)
[Seite 973] if, χέω), dazu ausgießen, θρῆνον H. h. 18, 18, erklingen lassen; ἐπιπροχυθεῖσα καρήνῳ, sich darauf losstürzend, Nonn. D. 21, 69.
French (Bailly abrégé)
verser sur, répandre sur ; Pass. se répandre avec force.
Étymologie: ἐπί, προχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπροχέω: изливать: θρῆνον ἐ. HH разливаться в жалобах, жалобно петь.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω, χύνω, ἐκπέμπω, ὄρνις... θρῆνον ἐπιπροχέουσα ἵει μελίγηρυν ἀοιδὴν Ὁμ. Ὕμν. 19. 18. - Παθ., χύνομαι ἐπάνω, ἐφορμῶ, Νόνν. Δ. 21. 69.
Greek Monolingual
ἐπιπροχέω (Α) προχέω
1. ξεχύνω, εκφέρω
2. παθ. εφορμώ, ξεχύνομαι.
Greek Monotonic
ἐπιπροχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω, σε Ομηρ. Ύμν.