ἐπισκευαστός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἐπισκευαστή, ἐπισκευαστόν, repaired, restored, ἀθανασία Pl.Plt. 270a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut être ou est réparé ou restauré.
Étymologie: ἐπισκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκευαστός: [adj. verb. к ἐπισκευάζω восстановленный, возобновленный (ἀθανασία Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκευαστός: -ή, -όν, διορθωθείς, ἀνακαινισθείς, Πλάτ. Πολιτ. 270Α.
Greek Monolingual
ἐπισκευαστός, -ή, -όν (Α) επισκευάζω
επισκευασμένος, διορθωμένος.
Greek Monotonic
ἐπισκευαστός: -ή, -όν, διορθωμένος, ανακαινισμένος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπισκευαστός, ή, όν
repaired, restored, Plat.