ἐπισκευαστός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκευαστός Medium diacritics: ἐπισκευαστός Low diacritics: επισκευαστός Capitals: ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: episkeuastós Transliteration B: episkeuastos Transliteration C: episkevastos Beta Code: e)piskeuasto/s

English (LSJ)

ἐπισκευαστή, ἐπισκευαστόν, repaired, restored, ἀθανασία Pl.Plt. 270a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être ou est réparé ou restauré.
Étymologie: ἐπισκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκευαστός: [adj. verb. к ἐπισκευάζω восстановленный, возобновленный (ἀθανασία Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκευαστός: -ή, -όν, διορθωθείς, ἀνακαινισθείς, Πλάτ. Πολιτ. 270Α.

Greek Monolingual

ἐπισκευαστός, -ή, -όν (Α) επισκευάζω
επισκευασμένος, διορθωμένος.

Greek Monotonic

ἐπισκευαστός: -ή, -όν, διορθωμένος, ανακαινισμένος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπισκευαστός, ή, όν
repaired, restored, Plat.