ἐπιτρώγω
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
A eat with or eat after, Luc.Sat.21,28: c. gen. partit., eat afterwards of.., χελώνη ἐπιτραγοῦσα (aor.2 part.) ὀριγάνου Ael.NA3.5.
II generally, eat, POxy.1185.11 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 997] (s. τρώγω), dazu, hinterher essen, Luc. Saturn. 21, 28; τινός, von Etwas, Ael. H. A. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
manger après : τινος manger ensuite de qch.
Étymologie: ἐπί, τρώγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρώγω: (затем) съедать Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. ἐπέτρᾰγον: τρώγω τι ὡς ὄψον μετὰ τῆς κυρίας τροφῆς ἢ μετ’ αὐτὴν, κάρδαμον ἢ θύμον ἢ κρόμμυον ἐπιτρώγοντες Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 21, 28· μετὰ γεν. διαιρετ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5.
Greek Monolingual
ἐπιτρώγω (AM)
τρώω επί πλέον, τρώω κάτι ως επιδόρπιο ή τρώω μετά από κάτι άλλο («κρόμμυον ἐπιτρώγοντας ἐν τῇ ἑορτῇ», Λουκιαν.)
2. γεν. τρώω.
Greek Monotonic
ἐπιτρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· τρώω μαζί με την κύρια τροφή ή στη συνέχεια, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον
to eat with or after, Luc.