ἔμμαλλος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμαλλος Medium diacritics: ἔμμαλλος Low diacritics: έμμαλλος Capitals: ΕΜΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: émmallos Transliteration B: emmallos Transliteration C: emmallos Beta Code: e)/mmallos

English (LSJ)

ἔμμαλλον, woolly, fleecy, Luc.Cyn.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 de anim. lanudo πρόβατα Luc.Cyn.5.
2 de pers. de pelo largo, melenudo ὀρχησταὶ ἔμμαλλοι un tipo de pantomimos, Io.Mal.Chron.15.386, cf. TDA 15.17, 28 (Siria III d.C.) en Bull.Epigr.1954.20.

German (Pape)

[Seite 807] wollig, zottig, Luc. Cynic. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de laine.
Étymologie: ἐν, μαλλός.

Greek Monolingual

ἔμμαλος, -ον (AM)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που έχει μακριά μαλλιά
αρχ.
(για πρόβατα) αυτός που έχει πλούσιο τρίχωμα, δασύμαλλος.

Greek Monotonic

ἔμμαλλος: -ον (ἐν), μάλλινος, χνουδάτος, μαλλιαρός, χνουδωτός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμαλλος: шерстистый, мохнатый (πρόβατα Luc.).

Middle Liddell

ἔμ-μαλλος, ον [ἐν]
woolly, fleecy, Luc.