ἰχθυδόκος

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠδόκος Medium diacritics: ἰχθυδόκος Low diacritics: ιχθυδόκος Capitals: ΙΧΘΥΔΟΚΟΣ
Transliteration A: ichthydókos Transliteration B: ichthydokos Transliteration C: ichthydokos Beta Code: i)xqudo/kos

English (LSJ)

ἰχθυδόκον, (δέχομαι) holding fish, σπυρίδες AP6.4 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, δέκομαι.

German (Pape)

σπυρίδες Leon.Tar. 25 (VI.4), Fische enthaltend, aufnehmend.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθῠδόκος: содержащий рыб, рыбный (σπυρίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυδόκος: -ον, (δέχομαι) ὁ δεχόμενος ἐντὸς, ἢ ἐντὸς τοῦ ὁποίου θέτουσιν ἰχθῦς, σπυρίς, «ψαροζέμπιλον», Ἀνθ. Π. 6. 4.

Greek Monolingual

ἰχθυδόκος, -ον (Α)
αυτός που μέσα του τοποθετούν ψάρια («ἰχθυδόκος σπυρίς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος].

Greek Monotonic

ἰχθυδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που κρατά ή δέχεται μέσα του ψάρια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰχθυ-δόκος, ον δέχομαι
holding fish, Anth.