ἰωή
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
ἡ, any loud sound: shout, or cry of men or women, περὶ φρένας ἤλυθ' ἰωή Il.10.139; ὦρτο δ' ἰ. λεπταλέη ὀδυρομένων A.R.3.708; ἰ. δενδρώδης (of Daphne) Nonn. D. 15.300; sound of the lyre, περὶ δέ σφεας ἤλυθ' ἰωὴ φόρμιγγος Od.17.261; of the wind, ὑπὸ Ζεφύροιο ἰωῆς by the roaring blast of Zephyrus, Il.4.276, cf. 11.308; of fire, πυρὸς δηΐοιο ἰωήν 16.127; of footsteps, ποδῶν αἰπεῖα ἰ. Hes.Th.682; clang of arms, Coluth.56.—Ep. word, once in Trag., βοᾷ τηλωπὸν ἰωάν S.Ph.216 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ (vgl. ἰά, ἰώ), das Geschrei, das Rufen, die laute Stimme; φθεγξάμενος, τὸν δ' αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ' ἰωή Il. 10, 139; περὶ δέ σφεας ἤλυθ' ἰωὴ φόρμιγγος, der laute Klang der Phorminx. Od. 17, 261; νέφος ἐρ χόμενον – ὑπὸ ζεφύροιο ἰωῆς, vor dem Brausen des Zephyr, Il. 4, 276, wie II, 30, 8; λεύσσω δὴ παρὰ νηυσὶ πυρὸς δηίοιο ἰωήν 16, 127, nach Schol. = ὁρμήν, das Brausen des Feuers; ποδῶν αἰπεῖα ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο Hes. Th. 682; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 62.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. voix, cri;
II. bruit :
1 son d'une lyre;
2 crépitement de la flamme;
3 bruit du vent.
Étymologie: DELG ἰώ¹.
Russian (Dvoretsky)
ἰωή: ἡ (дор. acc. ἰωάν)
1 голос, зов (Νέστορος Hom.);
2 звук, звучание (φόρμιγγος Hom.);
3 гул, гудение, вой, свист (πυρός, ζεφύροιο Hom.);
4 шум (ἰωχμοῖο Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰωή: ἡ, (ἴδε αὔω) πᾶς ἰσχυρὸς ἦχος· ἡ κραυγὴ ἢ βοὴ ἀνδρῶν, Ἰλ. Κ. 130, κτλ.· ἦχος φόρμιγγος, Ὀδ. Ρ. 261· ἐπὶ ἀνέμου, Ἰλ. Δ. 276, Λ. 308· ἐπὶ πυρός, ΙΙ. 127· ἐπὶ βημάτων, Ἡσ. Θ. 682· ἡ τῶν ὅπλων λαγγή, Κόλουθ. 56· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21, 90· ἰ. Λατινίς, ἡ Λατινικὴ γλῶσσα, αὐτόθι 19· 102· - Ἐπικὴ λέξις ἐν χρήσει καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 216.
English (Autenrieth)
sound of a voice, Il. 10.139; tone of a lyre, Od. 17.261; whistling of the wind, Il. 4.276, Il. 11.308.
Greek Monotonic
ἰωή: ἡ (αὔω), κάθε είδους δυνατός ήχος· βοή ή κραυγή ανδρών, σε Ομήρ. Ιλ.· ήχος λύρας, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άνεμο και φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἰωή, ἡ, [αὔω]
any loud sound: the shout or cry of men, Il.; the sound of the lyre, Od.; of the wind, of a fire, Il.
Frisk Etymology German
ἰωή: {iōḗ}
Grammar: f.
Meaning: Schall, Geschrei, Getöse, Gebrause (ep. seit Il.; ἰωά S. Ph. 216, lyr.).
Etymology : Onomatopoetische Bildung, aus der Interjektion ἰώ erwachsen. Vgl. ἰή mit ἰήϊος (s. d.).
Page 1,747