ἱππομανία
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ἡ, mad love for horses. Luc.Nigr.29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folle passion pour les chevaux.
Étymologie: ἱππομανής.
German (Pape)
ἡ, rasende Pferdeliebhaberei, Leidenschaft für Pferderennen, Luc. Nigr. 29.
Russian (Dvoretsky)
ἱππομᾰνία: ἡ страстное увлечение лошадьми или страсть к конным состязаниям Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομᾰνία: ἡ, μανιώδης ἀγάπη πρὸς ἵππους, Λουκ. Νιγρ. 29.
Greek Monolingual
η (Α ἱππομανία)
μανιώδης αγάπη για τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μανία (< θ. μαν- του μαίνομαι, πρβλ. παθ. αορ. β' ἐ-μάνην)].
Greek Monotonic
ἱππομᾰνία: ἡ, λατρεία, πάθος για τα άλογα, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἱππο-μᾰνία, ἡ, [from ἱππομᾰνής]
mad love for horses, Luc.