ἱππομανία

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππομᾰνία Medium diacritics: ἱππομανία Low diacritics: ιππομανία Capitals: ΙΠΠΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: hippomanía Transliteration B: hippomania Transliteration C: ippomania Beta Code: i(ppomani/a

English (LSJ)

ἡ, mad love for horses. Luc.Nigr.29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folle passion pour les chevaux.
Étymologie: ἱππομανής.

German (Pape)

ἡ, rasende Pferdeliebhaberei, Leidenschaft für Pferderennen, Luc. Nigr. 29.

Russian (Dvoretsky)

ἱππομᾰνία:страстное увлечение лошадьми или страсть к конным состязаниям Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομᾰνία: ἡ, μανιώδης ἀγάπη πρὸς ἵππους, Λουκ. Νιγρ. 29.

Greek Monolingual

η (Α ἱππομανία)
μανιώδης αγάπη για τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μανία (< θ. μαν- του μαίνομαι, πρβλ. παθ. αορ. β' -μάνην)].

Greek Monotonic

ἱππομᾰνία: ἡ, λατρεία, πάθος για τα άλογα, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἱππο-μᾰνία, ἡ, [from ἱππομᾰνής]
mad love for horses, Luc.