ὀΐζυος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ὀΐζυον, = ὀϊζυρός (woeful, miserable, wretch, toilsome, dreary, sorry, wretched, poor), sorry), ὀΐζυον οὐδὲν ἀρέσκει Theoc. 27.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὀϊζυρός.
Russian (Dvoretsky)
ὀΐζυος: Theocr. = ὀϊζυρός v.l. ὀξύθροος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀΐζυος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὀΐζυον οὐδὲν ἀρέσκει Θεόκρ. 27. 13.
Greek Monolingual
ὀΐζυος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) ελεεινός, άθλιος, αξιολύπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊζύς «αθλιότητα» + κατάλ. -ος].
Greek Monotonic
ὀΐζῠος: -ον, = το επόμ., εξαθλιωμένος, ελεεινός, σε Θεόκρ.