ὀλιγόδεια
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
ἡ, contentment with little, frugality, temperance, ib.307,al.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, das Wenigbedürfen, die Genügsamkeit, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόδεια: ἡ ὀλιγάρκεια, τὸ ἀρκεῖσθαι εἰς τὰ ὀλίγα, Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 380Β, 381D.
Greek Monolingual
ὀλιγόδεια, ἡ (Α) ολιγοδεής
η ιδιότητα του ολιγοδεούς, ολιγάρκεια, λιτότητα.