ὀχετεία
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ἡ, conducting of water by a conduit, irrigation, Arist.PA 668a27 (pl.): metaph., ὀ. τῆς τροφῆς Thphr. CP 3.7.6.
German (Pape)
[Seite 429] ἡ, das Führen eines Grabens, Ableiten durch einen Kanal, Wasserleitung; Arist. part. an. 3, 5; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ὀχετεία: ἡ проведение воды каналами, устройство ирригации Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχετεία: ἡ, τὸ διοχετεύειν ὕδωρ δι’ ἀγωγοῦ, ὑδραγωγία, ἄρδευσις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 11· μεταφορ., ὀχ. τῆς τροφῆς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7. 6.
Greek Monolingual
ὀχετεία, ἡ (Α) οχετεύω
διοχέτευση νερού με αγωγό, άρδευση με οχετό.