ὁρκαπάτης
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
[πᾰ], ου, ὁ, oath-breaker, AP5.249 (Paul.Sil.), Phot., Suid.: as adjective, Nonn. D. 48.544.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, der mit einem Eide Betrügende, betrüglich Schwörende, Paul. Sil. 5 (V, 250).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui viole son serment, parjure.
Étymologie: ὅρκος, ἀπατάω.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκᾰπάτης: ου (πᾰ) ὁ нарушитель клятвы, клятвопреступник Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκᾰπάτης: -ου, ὁ, ὁ παραβαίνων τὸν ὅρκον του, «ὁρκαπάτην˙ χλευαστὴν δι’ ὅρκων» (Σουΐδ., Φώτ.), Ἀνθ. Π. 5. 250. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
Greek Monolingual
ὁρκαπάτης, ὁ (ΑΜ)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που παραβαίνει τους όρκους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκος + ἀπατῶ].
Greek Monotonic
ὁρκᾰπάτης: -ου, ὁ (ἀπατάω), αυτός που παραβιάζει τους όρκους του, επίορκος, σε Ανθ.