ὅσοσπερ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
v. ὅσος III.4.
French (Bailly abrégé)
ὅσηπερ, ὅσονπερ;
c. ὅσος περ.
Greek (Liddell-Scott)
ὅσοσπερ: ἴδε ἐν λ. ὅσος ΙΙΙ. 4.
Russian (Dvoretsky)
ὅσοσπερ: тж. раздельно такой же по размерам или численно: λίμνη ὅσηπερ ἡ ἐν Δήλῳ Her. озеро такой же величины, как и в Делосе; Περσῶν ὅσοιπερ ἦσαν Aesch., (все) персы, сколько их (ни) было.
German (Pape)
so groß auch, so viel wie nur, wie groß nur, mit Beziehung auf das Demonstrativ, die genauere Verbindung und Gleichstellung des Relativsatzes mit dem Hauptsatze andeutend, τοσόνδ' ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ' Ἰλίῳ, Aesch. Ag. 834, – und ohne Demonstrat., Περσῶν, ὅσοιπερ ἦσαν ἀκμαῖοι φύσιν, d.i. alle, welche, Pers. 441; πᾶν, ὅσονπερ ἐξηπιστάμην, Soph. Aj. 306; γῆς ὅσοιπερ Ἀπίας πρῶτοι καλοῦνται, O.C. 1305, alle, welche nur, vgl. Aj. 126; und in Prosa, ὅσονπερ τρία στάδια Her. 9.51; λίμνη μέγαθος ὅσηπερ ἡ ἐν Δήλῳ, genau so groß, 2.170, vgl. 4.50; ὅσαπέρ ἐστι τὰ ἄλλα, τοσαῦτα οὐκ ἔστι, Plat. Soph. 257a, öfter; auch c. ἄν und conj. (s. ὅσος), πᾶν, ὅσονπερ ἂν ἔχῃ γένεσιν, Tim. 49e; und
• adv., ὅσῳπερ, wie ὅσῳ beim Kompar., Gorg. 458a, dem τόσῳ entsprechend, Legg. X.902e; auch ὅσῳπερ ἂν τὸ πρῶτον διενέγκῃ, Parm. 154b; so ὅσαπερ, Xen. Cyr. 1.5.12.