ὑπέρχρεως

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρχρεως Medium diacritics: ὑπέρχρεως Low diacritics: υπέρχρεως Capitals: ΥΠΕΡΧΡΕΩΣ
Transliteration A: hypérchreōs Transliteration B: hyperchreōs Transliteration C: yperchreos Beta Code: u(pe/rxrews

English (LSJ)

ων, over head and ears in debt, D.27.25.

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig od. über sein Vermögen verschuldet, γίγνεσθαι, Dem. 27, 25.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
couvert de dettes.
Étymologie: ὑπέρ, χρέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρχρεως: gen. ω весь в долгах: ὑ. γενέσθαι Dem. оказаться кругом в долгах.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρχρεως: -ων, κατάχρεως, βεβυθισμένος εἰς χρέος, Δημ. 824, 14.

Greek Monolingual

-ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, -ον, Μ
βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεως, ὑπό-χρεως].

Greek Monotonic

ὑπέρχρεως: -ων, καταχρεωμένος, βυθισμένος μέχρι το λαιμό στα χρέη, σε Δημ.

Middle Liddell

ὑπέρ-χρεως, ων,
over head and ears in debt, Dem.