ὑπερφορέω
From LSJ
English (LSJ)
= ὑπερφέρω 1, carry over, τι ὑπέρ τινος X.Cyn.8.4.
German (Pape)
[Seite 1203] wie ὑπερφέρω, darüber tragen, τὶ ὑπέρ τινος, Xen. Cyn. 8, 4.
French (Bailly abrégé)
ὑπερφορῶ :
porter par-dessus, ὑπέρ τινος.
Étymologie: ὑπέρ, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφορέω: переносить (τι ὑπέρ τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφορέω: ὡς τὸ ὑπερφέρω Ι, φέρω ὑπεράνω, τι ὑπέρ τινος Ξεν. Κυν. 8, 4.
Greek Monotonic
ὑπερφορέω: φέρω, μεταφέρω από πάνω, σε Ξεν.