ὑπνοδότης
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ὑπνοδότου, ὁ, giver of sleep, ὀτοβεῖ δόναξ.. ὑπνοδόταν νόμον A. Pr.575 (lyr.):—fem. ὑπνοδότειρα, she that gives sleep, E.Or.175 (lyr.); Ion. ὑπνοδοτείρη Epigr.Gr.312.1 (Smyrna):—a form ὑπνοδῶτις, ιδος, ἡ [with ῠ], occurs in Orph.H.57.8.
German (Pape)
[Seite 1207] ὁ, Schlafgeber, einschläfernd, ὀτοβεῖ δόναξ ὑπνοδόταν νόμον Aesch. Prom. 575.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνοδότης: дор. ὑπνοδότᾱς, ου adj. m навевающий сон, убаюкивающий (νόμος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνοδότης: -ου, ὁ, ὁ διδούς, παρέχων ὕπνον, ὀτοβεῖ δόναξ… ὑπνοδόταν νόμον Αἰσχύλ. Πρ. 572· - θηλ. ὑπνο-δότειρα, ἡ διδοῦσα ὕπνον, Εὐρ. Ὀρ. 175· Ἰων. ὑπνοδοτείρη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3398· - τύπος τις ὑπνοδῶτις, ἡ, [μετὰ ῠ] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀρφ. Ὕμν. 57. 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, -ώτιδος, Α
αυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, προικο-δότης.
Greek Monotonic
ὑπνοδότης: -ου, ὁ, αυτός που παρέχει τον ύπνο, σε Αισχύλ.· θηλ. ὑπνο-δότειρα, εκείνη που φέρνει ύπνο, σε Ευρ.