ὑπολείβω
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
pour libations, A.Ag.69 (anap.):—Pass., percolate, trickle down, Hp.Mul.1.34, Nic.Al.24.
German (Pape)
[Seite 1223] dabei ein Trankopfer ausgießen, Aesch. Ag. 69. – Pass. heruntertröpfeln, allmälig abfließen, Nic. Al. 24; von Quellen, Strab. 12, 8,15 p. 578.
French (Bailly abrégé)
répandre en libation.
Étymologie: ὑπό, λείβω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολείβω: совершать возлияние Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολείβω: χύνω σπονδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 69. ― Παθ., ὑποστάζω, ὑπορρέω, Ἱππ. 601. 52, Νικ. Ἀλεξιφ. 24, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. ὑπολείβομαι
στάζω αποκάτω λίγο λίγο (α. «αἰει δ' ἐκ φαέων νοτέων ὑπολείβεται ἱδρώς», Νικ. Αλεξ.
β. «τοῦ αἵματος αἰει τὸ ἀκρεφνὲς καθ' ἡμέρην ὑπολείβεται ἐκ τοῦ σώματος», Ιπποκρ.)
αρχ.
κάνω σπονδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λείβω «χύνω, κάνω σπονδή»].
Greek Monotonic
ὑπολείβω: χύνω, προσφέρω μυστικές σπονδές, σε Αισχύλ.