ὑπουράνιος
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
[ᾰ], ον, and in Arat.134 η, ον:—
A under heaven, under the sky, ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν Il.17.675; εἴδωλα Arat.616; τόπος Dam.Pr.56; οἱ ὑ. heavenly beings, Phld.Piet. 58.
II as far as heaven covers, μέγα κέν οἱ ὑπουράνιον κλέος εἴη Il.10.212, cf. Od.9.264.
German (Pape)
[Seite 1238] bei sp. D. auch 3 Endgn, Arat. 134, unter dem Himmel, Il. 17, 675; – auch bis an den Himmel reichend, himmelhoch, κλέος 10, 212 Od. 9, 264.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. α, ον :
1 qui est sous le ciel;
2 qui s'élève jusqu'au ciel.
Étymologie: ὑπό, οὐρανός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπουράνιος: (ᾰ)
1 поднебесный (πετεηνά Hom.);
2 восходящий до неба (κλέος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουράνιος: -ον, καὶ ἐν Ἀράτῳ 134 α, ον· - ὁ ὑπὸ τὸν οὐρανόν, ὑπὸ τὸ στερέωμα, ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν Ἰλ. Ζ. 675. ΙΙ. ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος κλέος Κ. 212, Ὀδ. Ι. 264.
English (Autenrieth)
(οὐρανός): under the heaven, ‘far and wide under the whole heaven,’ Od. 9.264.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ία, ΜΑ
αυτός που φτάνει ώς τον ουρανό, ουρανομήκης («ὑπουράνιον κλέος», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, κάτω από το στερέωμα («ὑπουρανίων πετεηνῶν», Ομ. Ιλ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπουράνιοι
οι θεοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οὐράνιος (πρβλ. ἐπουράνιος)].
Greek Monotonic
ὑπουράνιος: -ον, I. κάτω από τον ουρανό, κάτω από τον ορίζοντα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που φθάνει, εκτείνεται μέχρι τον ουρανό, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ὑπ-ουράνιος, ον,
I. under heaven, under the sky, Il.
II. reaching up to heaven, Hom.