ὑϊκός
English (LSJ)
[ῠ], ή, όν, (ὗς) of or for swine, δέρμα ὑ. pig's skin, Axionic. 9; ὑ. πάσχειν to have something of the swine's nature, X.Mem. 1.2.30; ἱερεῖον ὑϊκόν PCair.Zen.91.3 (iii B. C.), cf. Plb.2.15.3, Milet.7.18; ὑϊκή, ἡ, tax on swine, PSI4.384.2 (iii B. C.), PFay.230, al. (i A. D.); τῶν ὑϊκῶν λόγον dub. in PStrassb.112.7 (ii B. C.):—cf. ὑεικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de porc : ὑϊκόν τι πάσχει XÉN il éprouve qch comme ce qu'éprouvent les porcs.
Étymologie: ὗς.
German (Pape)
1 den Sohn betreffend, Sp.
2 = ὕϊνος; ὑϊκόν τι πάσχει, es geht ihm wie einem Schweine, Xen. Mem. 1.2.30.
Russian (Dvoretsky)
ὑϊκός: [ὗς] свиной: ὑϊκόν τι πάσχειν Xen. иметь нечто общее со свиньей.
Greek (Liddell-Scott)
ὑϊκός: -ή, -όν, (ὗς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοίρους, χοίρινος, δέρμα ὑ. Ἀξιόνικ. ἐν Ἀδήλ. 2· ὑϊκόν τι πάσχειν, πάσχειν τι ἀνῆκον εἰς τὴν φύσιν τοῦ χοίρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30, πρβλ. ὑεικός.
Greek Monolingual
και ὑεικός, -ή, -όν, Α ὗς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, γουρουνήσιος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑϊκή
φόρος που επιβαλλόταν στους κατόχους χοίρων
3. φρ. α) «πάσχω τι ὑϊκόν» — υφίσταμαι κάτι το χυδαίο, το ποταπό (Ξεν.)
β) «ὑεικόν τι ποιεῖν» — ζώ ή φέρομαι σαν γουρούνι, είμαι σκαιός, ανόητος ή αγροίκος όπως το γουρούνι, ὑηνῶ (Τίμ. Λεξ.).
Greek Monotonic
ὑϊκός: -ή, -όν (ὗς), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χοίρο, χοιρινός, ὑϊκόν τι πάσχειν, πάσχω από κάτι που ανήκει στην φύση του χοίρου, σε Ξεν.