ὠτακουστέω
English (LSJ)
listen, eavesdrop, Hdt.8.130, X.Cyr.5.3.56, 8.2.10, D.19.288; ὠ. καὶ κατοπτεύειν τὰ συμβαίνοντα Plb.31.13.1: c. gen., Suid.
French (Bailly abrégé)
ὠτακουστῶ :
prêter l'oreille, chercher à entendre, espionner.
Étymologie: ὠτακουστής.
German (Pape)
horchen, lauschen, spähen, kundschaften; Her. 8.130; Xen. Cyr. 5.3.57, 8.2.10; Dem.; Sp., wie Pol. 31.21.1.
Russian (Dvoretsky)
ὠτᾰκουστέω: подслушивать, тайно выслеживать, шпионить Her., Xen., Dem., Plut.: ὠ. τὰ ἐκεῖ συμβαίνοντα περὶ τοὺς ὄχλους Polyb. подслушивать, что там происходит в народных массах.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτᾰκουστέω: ἀκροῶμαι μετὰ περιεργίας, προσέχω νὰ ἀκούσω κρυφίως καὶ νὰ μάθω τι ὡς κατάσκοπος, Ἡρόδ. 8. 130, Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 56., 8. 2, 10, Δημ. 434. 4, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 84. ὠτ. καὶ κατοπτεύειν τὰ συμβαίνοντα Πολύβ. 31. 21, 1· μετὰ γεν., Σουΐδ.
Greek Monotonic
ὠτᾰκουστέω: μέλ. -ήσω, ακούω με περιέργεια, κρυφακούω, παρακολουθώ προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὠτᾰκουστέω, fut. -ήσω
to hearken to, listen, watch covertly, Hdt., Xen., etc. [from ὠτᾰκουστής]
Frisk Etymology German
ὠτακουστέω: {ōtakoustéō}
See also: s. οὖς.
Page 2,1153
Mantoulidis Etymological
ὠτακουστῶ, (=κρυφακούω). Παρασύνθετο ἀπό τό ὠτακουστής → οὖς, ὠτός + ἀκούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.