ὡρηφόρος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρηφόρος Medium diacritics: ὡρηφόρος Low diacritics: ωρηφόρος Capitals: ΩΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: hōrēphóros Transliteration B: hōrēphoros Transliteration C: oriforos Beta Code: w(rhfo/ros

English (LSJ)

ὡρηφόρον, leading on the seasons, or bringing on the fruits in their season, epithet of Demeter, h.Cer.54, 192, 492, Orph.Fr.49.102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit les saisons ou les fruits.
Étymologie: ὥρα, φέρω.

German (Pape)

[Seite 1414] die Jahreszeiten herbeiführend, reife Jahresfrucht bringend, Beiwort der Demeter, H. h. Cer. 54. 192. 492.

Russian (Dvoretsky)

ὡρηφόρος: HH = ὡρεσιδώτης.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που φέρνει τις εποχές ή αυτός που φέρνει τους καρπούς κάθε εποχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα «εποχή» + -φόρος].

Greek (Liddell-Scott)

ὡρηφόρος: -ον, ὁ προάγων τὰς ὥρας τοῦ ἔτους ἢ φέρων τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 54, 192, 492· ― ἕτεροι προπαροξυτόνως ὡρήφορος, ὁ φερόμενος ὑπὸ τῶν ὡρῶν.

Greek Monotonic

ὡρηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που προάγει τις εποχές του έτους ή φέρνει τους καρπούς στην εποχή τους, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὡρη-φόρος, ον, φέρω
leading on the seasons, or bringing on the fruits in season, Hhymn.