ὡρηφόρος
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ὡρηφόρον, leading on the seasons, or bringing on the fruits in their season, epithet of Demeter, h.Cer.54, 192, 492, Orph.Fr.49.102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit les saisons ou les fruits.
Étymologie: ὥρα, φέρω.
German (Pape)
[Seite 1414] die Jahreszeiten herbeiführend, reife Jahresfrucht bringend, Beiwort der Demeter, H. h. Cer. 54. 192. 492.
Russian (Dvoretsky)
ὡρηφόρος: HH = ὡρεσιδώτης.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που φέρνει τις εποχές ή αυτός που φέρνει τους καρπούς κάθε εποχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα «εποχή» + -φόρος].
Greek (Liddell-Scott)
ὡρηφόρος: -ον, ὁ προάγων τὰς ὥρας τοῦ ἔτους ἢ φέρων τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 54, 192, 492· ― ἕτεροι προπαροξυτόνως ὡρήφορος, ὁ φερόμενος ὑπὸ τῶν ὡρῶν.
Greek Monotonic
ὡρηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που προάγει τις εποχές του έτους ή φέρνει τους καρπούς στην εποχή τους, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
ὡρη-φόρος, ον, φέρω
leading on the seasons, or bringing on the fruits in season, Hhymn.