Πλούτων
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ωνος, ὁ, Pluto, god of the nether world, first in Trag., as A.Pr.806, S.Ant.1200, E.Alc.360, HF808 (lyr.): acc. to Plato (from πλοῦτος) the wealth-giver, a name of Hades, ὅτι ἐκ τῆς γῆς ἀνίεται [ὁ πλοῦτος], Cra.403a, cf. πλουτοδότης; identified with Plutus, and considered as the god of riches, cf. S.Fr.273, Ar.Pl.727:—hence Πλουτώνιος, α, ον, Plutonian, of Pluto or belonging to Pluto.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Pluton :
1 fils de Cronos et de Rhéa, dieu des enfers;
2 fl. à l'O de la terre.
Étymologie: πλοῦτος, litt. le recéleur de trésors enfouis.
Russian (Dvoretsky)
Πλούτων: ωνος ὁ Плутон
1 = Ἃιδης, сын Крона и Реи, брат Зевса и Посидона, муж Персефоны, бог подземного царства, иногда смешиваемый с богом богатства Плутосом Soph., Eur., Arph.;
2 не известная нам река на дальнем западе Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
Πλούτων: -ωνος, ὁ, θεὸς τοῦ κάτω κόσμου, πρῶτον παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 806, Σοφ. Ἀντ. 1200, Εὐρ. Ἄλκ. 360, 360, Ἡρ. Μαιν. 808· ― κατὰ τὸν Πλάτωνα (ἐκ τοῦ πλοῦτος) ὁ τὸν πλοῦτον παρέχων, ὄνομα τοῦ Ἅιδου, ὅτι ἐκ τῆς γῆς ἀνίεται [ὁ πλοῦτος], Κρατ. 403Α, πρβλ. πλουτοδότης· φαίνεται ὡσαύτως ὅτι μυθική τις σχέσις αὐτοῦ μετὰ τῆς Δήμητρος διὰ τῆς συζύγου αὐτοῦ Περσεφόνης· ἐντεῦθεν δὲ ὁ Πλούτων ἐθεωρήθη ὁ αὐτὸς καὶ Πλοῦτος, ὡς ὁ θεὸς δηλ. τοῦ πλούτου, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 259, Ἀριστοφ. Πλ. 727. ― Ἐπίθ. Πλουτώνιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πλούτωνα· ― Πλουτώνιον, τό, τόπος ἔνθα ὑπάρχουσι πνιγηραὶ καὶ νοσηραὶ ἀναθυμιάσεις τοῦ ἐδάφους ἐξερχόμεναι, οἷον τὸ ἄντρον τοῦ κυνός, Grotta del Cane παρὰ τὴν Νεάπολιν· τοιοῦτοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς εἴσοδος εἰς τὸν κάτω κόσμον (πρβλ. Χαρώνειος), Στράβ. 244. 629· ἀλλὰ Πλουτώνειον, ναὸς τοῦ Πλούτωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104· ― θηλ. ἐπίθ. Πλουτωνίς, ίδος, ἡ Περσεφόνη, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. περὶ Θαυμασ. 10.
Greek Monolingual
-ωνος, ο, ΝΜΑ, και Πλούτωνας Ν
μυθ. προσωνυμία του θεού του Άδη
νεοελλ.
αστρον. ο ένατος και πιο απομακρυσμένος από τους γνωστούς πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πλοῦτος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. Χάρων)].
Greek Monotonic
Πλούτων: -ονος, ὁ,
I. ο Πλούτωνας, ο θεός του Κάτω Κόσμου, σε Τραγ. (πιθ. από το πλοῦτος), αυτός που δίνει τον πλούτο, σύζυγος της Δήμητρας, που προσέφερε στους ανθρώπους τους καρπούς της γης.
Middle Liddell
Πλούτων, ωνος, ὁ,
Pluto, god of the nether world, Trag.: (prob. from πλοῦτοσ) the wealth-giver, as spouse of Demeter, who enriched men with the fruits of the earth.