έγκειμαι

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source

Greek Monolingual

(AM ἔγκειμαι)
υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία του ζητήματος»)
αρχ.
1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις»)
2. παρεμβάλλομαι
3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῖ»)
4. (για συζήτηση) διαφωνώ
5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός
6. ρέπω, τείνω σε κάτι.