έζομαι

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

ἕζομαι 1. κάθομαι
2. σταματώ, μένω σ' έναν τόπο
3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη
4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< sed-jo-mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed «καθίζω, παίρνω θέση, κάθομαι». Ο παρατατικός εζόμην (αντί ειζόμην), που λειτουργεί και ως αόριστος, σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (sd-) βαθμίδα της ρίζας sed- είτε με αναδιπλασιασμό (se-sd- πρβλ. αβεστ. ha-zd-yāt) είτε με αύξηση (e-sd-), οπότε η δάσυνση είναι αναλογική. Ο μεταβιβαστικός θεματικός ενεστώτας ίζω προήλθε από si-sd-ō (πρβλ. λατ. sīdō, ουμβρ. sistu, αρχ. ινδ. sīdati). To έζομαι «είμαι καθισμένος» και το μεταβιβαστικό ίζω «καθίζω κάποιον», που συνήθως απαντούν ως σύνθετα με την πρόθεση κατά, αντιστοιχούν προς τα sitzen «είμαι καθισμένος», setzen «καθίζω» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (πρβλ. και λατ. sedēre, sedāre, αρχ. σλαβ. sěděti, γοτθ. satjan). Τέλος στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και το ρήμα ιδρύω].