αίνιγμα
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
Greek Monolingual
το (Α αἴνιγμα)
1. φράση, στίχος ή δίστιχο που συνήθως καλύπτει με περιφράσεις και παρομοιώσεις κάποια έννοια, την οποία καλείται κάποιος να ανακαλύψει
2. ασαφής, σκοτεινός λόγος, γρίφος
νεοελλ.
(για πρόσωπα ή καταστάσεις) ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος, αβέβαιος
αρχ.
1) φρ. «δι' αἰνιγμάτων» ή «ἐξ αἰνιγμάτων», με αινίγματα, ασαφώς, ακατανόητα. 2) σαρκασμός, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνίσσομαι.
ΠΑΡ. αινιγματίας, αινιγματικός, αινιγματιστής, αινιγματώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. αἰνιγματοποιός
νεοελλ.
αινιγματογράφος, αινιγματοθέτης, αινιγματολύτης].