αδολέσχης

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, -ον)
φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς
αρχ.
οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ως β' συνθ. της λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α' συνθ. της λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μια άποψη, α' συνθ. της λ. είναι το ἄδην, δηλ. ἄδην + λέσχη (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που μιλάει πολύ, «ο αφθόνως ομιλών»)
προβληματική όμως σ’ αυτή την περίπτωση είναι η μακρότητα του της λ. ἀδολέσχης. Κατ’ άλλη άποψη, το α' συνθ. της λ. ανήκει στους θεματικούς τύπους της οικογένειας του ἡδύς, ἁδύς (< Fαδύς) «γλυκύς», δηλ. το ᾱδο- της λ. ἀδολέσχης παράγεται από τ. -Faδo με - στερητ., κατόπιν σιγήσεως του ενδοφωνηεντικού F με συναίρεση (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που δεν μιλάει γλυκά). Κατ’ άλλη, τέλος, άποψη, το α' συνθ. είναι ρηματικός τ. δηλ. ᾱδο- < ἀαδο- < ἀαδεῖν (= ὀχλεῖν)
ἀδολέσχης = ο «οχληρά ομιλών», ο ενοχλητικός.
ΠΑΡ. ἀδολεσχία
αρχ.
ἀδολεσχικός αρχ.-μσν. ἀδολεσχῶ].