ακρεμών
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek Monolingual
ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῖς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].