αλμυρίζω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
(Α ἁλμυρίζω
Ν και αρμυρίζω) ἁλμυρός
έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός
νεοελλ.
Ι ενεργ.
1. γίνομαι αλμυρός
3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά
4. κάνω κάτι αλμυρό
5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό
6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με αρμυρήθρα
7. (ενεργ. -μέσ.) (για ζώα) τρώγω αλάτι
ΙΙ μέσ.
1. αισθάνομαι δίψα, γιατί έφαγα αλμυρή τροφή
2. δοκιμάζω, αισθάνομαι ευχαρίστηση.