ανάλυση

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀνάλυσις) ἀναλύω
1. διάλυση, χωρισμός συνθέτου πράγματος (συνόλου, ουσίας κ.λπ.) στα απλά συστατικά στοιχεία του
2. (στα Μαθ.) μέθοδος επιλύσεως προβλήματος δι' αναλύσεως των όρων του
3. (στη Φιλοσ.) χωρισμός τών στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι σύνθετο (αντίθ. του σύνθεση)
4. (στη Λογ.) αναγωγή ενός όλου στα απλά στοιχεία του, χωρισμός σε απλές έννοιες
νεοελλ.
1. (για γραπτό λόγο) η διάκριση τών στοιχείων από τα οποία αποτελείται και η εμπεριστατωμένη εξέταση και αξιολόγησή του συνολικά και λεπτομερειακά
2. προσεκτική εξέταση, διερεύνηση
3. λεπτομερής εξήγηση, διασάφηση τών λόγων κάποιου από τον ίδιο
4. λειώσιμο, διάλυση
5. (στη Γραμμ.) α) γραμματική ανάλυση
η διαίρεση μιας προτάσεως στα συστατικά στοιχεία της
β) λογική ανάλυση
η διαίρεση του λόγου σε προτάσεις
αρχ.-μσν.
χωρισμός, αποχωρισμός της ψυχής (από το σκήνωμα), θάνατος