Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανέκδοτος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέκδοτος, -ον)
αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος
νεοελλ.
1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην
2. το ουδ. ως ουσ. σύντομη διήγηση πραγματικού ή φανταστικού επεισοδίου με ευτράπελο στόχο συνήθως
αρχ.
1. ο μυστικός
2. (για κόρη) αυτή που δεν έχει δοθεί για γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εκδίδω(μι). Η σημασία της ουσιαστικοποιημένης λ. ανέκδοτο «ιστοριούλα με ευτράπελο συνήθως χαρακτήρα» προήλθε από το ομώνυμο έργο του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6 μ.Χ. αιώνα)].