ανέκδοτος

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέκδοτος, -ον)
αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος
νεοελλ.
1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην
2. το ουδ. ως ουσ. σύντομη διήγηση πραγματικού ή φανταστικού επεισοδίου με ευτράπελο στόχο συνήθως
αρχ.
1. ο μυστικός
2. (για κόρη) αυτή που δεν έχει δοθεί για γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εκδίδω(μι). Η σημασία της ουσιαστικοποιημένης λ. ανέκδοτο «ιστοριούλα με ευτράπελο συνήθως χαρακτήρα» προήλθε από το ομώνυμο έργο του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6 μ.Χ. αιώνα)].