Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(Α ἀνήκω) ήκω
1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου
2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι
3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω
αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω
2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω κάτι
3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή.